ἐφέρπων

ἐφέρπων
ἐφέρπω
creep upon
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εφέρπω — ἐφέρπω (Α) 1. έρπω πάνω σε κάτι 2. έρχομαι προς κάτι ή προς κάποιον κρυφά ή αργά («ἐπ ὄσσοισι νὺξ ἐφέρπει», Ευρ.) 3. έρχομαι («μήδ ἐφερπέτω νόσος», Αισχύλ.) 4. προχωρώ, επιτίθεμαι 5. (για χρόνο) έρχομαι («χρόνος ἐφέρπων», Πίνδ.) 6. επιγρ. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”